- σπάρμα
- το, Νο σπόρος που έχει πέσει στη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- τού σπείρω (πρβλ. σπαρ-τός) + κατάλ. -μα (πρβλ. σπέρ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek